- ἐννεάχῑλοι
- ἐννεά-χῑλοι, αι, α, neuntausend
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
εννεάχιλοι — ἐννεάχιλοι, αι, α (επικ. τ. αντί ἐνάκις χίλιοι) (Α) εννέα χιλιάδες («ὅσσον τ έννεάχιλοι ἐπίαχον», Ομ. Ιλ.) … Dictionary of Greek
ἐννεάχιλοι — ἐννεάχῑλοι , ἐννεάχιλοι nine thousand masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δεκάχιλοι — και δεκάχειλοι, αι, α (Α) δέκα χιλιάδες. [ΕΤΥΜΟΛ. < δέκα + χιλοι < χίλιοι (πρβλ. εννεάχιλοι)] … Dictionary of Greek